ἀποπλύνεται

ἀποπλύνεται
ἀποπλύ̱νεται , ἀποπλύνω
wash well
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἀποπλύ̱νεται , ἀποπλύνω
wash well
pres ind mp 3rd sg
ἀποπλύ̱νεται , ἀποπλύνω
wash well
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἀποπλύ̱νεται , ἀποπλύνω
wash well
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευαπόπλυτος — εὐαπόπλυτος, ον (Α) (για χρώματα ή βαφές) αυτός που αποπλύνεται εύκολα, που ξεβάφει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο πλύνω] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοπλύσιον — τὸ, ΜΑ τόπος όπου αποπλύνεται και χωρίζεται ο χρυσός από την άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πλύσις + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”